σύναιμον

σύναιμον
σύναιμος
of common blood
masc/fem acc sg
σύναιμος
of common blood
neut nom/voc/acc sg
συναίμων
masc/fem voc sg
συναίμων
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξύναιμον — σύναιμον , σύναιμος of common blood masc/fem acc sg σύναιμον , σύναιμος of common blood neut nom/voc/acc sg σύναιμον , συναίμων masc/fem voc sg σύναιμον , συναίμων neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”